ελκητήρ

ελκητήρ
ἑλκητήρ, ο (Α)
γεωργικό εργαλείο, τσουγκράνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἑλκητῆρα — ἑλκητήρ drawing the ears of corn masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλκητῆρας — ἑλκητήρ drawing the ears of corn masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”